- υδατάνθρακα
- karbonhidrat
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
ήπαρ — Με την ονομασία αυτή αναφέρεται συνήθως στα ιατρικά συγγράμματα το συκώτι, όργανο που βρίσκεται στον δεξιό υποδιαφραγματικό χώρο μεταξύ του διαφράγματος και του εγκάρσιου κόλου· εντοπίζεται στο ανώτερο τμήμα του επιγαστρίου, μπροστά στο πάνω… … Dictionary of Greek
γλυκίδιο — το όρος συνώνυμος με τον υδατάνθρακα ή το σάκχαρο … Dictionary of Greek
ζωή — Παρότι τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της ζ. αποτελούν ακόμα αντικείμενο συζητήσεων, μπορούμε να δεχτούμε τον ορισμό ότι: ζωντανό είναι το ον εκείνο που, εξατομικευμένο στο περιβάλλον για έναν καθορισμένο χρόνο, έχει την ικανότητα να διατρέφεται, να… … Dictionary of Greek
προθρομβίνη — η, Ν (βιοχ.) σύμπλοκο υδατάνθρακα και πρωτεΐνης τού πλάσματος τού αίματος και βασικός παράγοντας τού πηκτικού μηχανισμού του, το οποίο συντίθεται στο συκώτι με τη συνδρομή τής βιταμίνης Κ και το οποίο, από προθρομβινάση, μετατρέπεται σε θρομβίνη … Dictionary of Greek
αλβουμοειδή — Φαρμακευτική ονομασία σειράς σωμάτων που έχουν στενή σχέση με τα λευκωματοσώματα και αποτελούν τα συστατικά πολλών ιστών, όπως του συνδετικού ιστού, των χονδροκυττάρων, του κερατοειδούς ιστού, των τενόντων κ.ά. Στα σώματα αυτά ανήκουν η γλουτίνη … Dictionary of Greek